Φουρέιρα και ξερό ψωμί!

 

Ο στρατός αποτελεί το τρισμέγιστο κοινωνικό πείραμα. Είναι τόσες οι παρατηρήσεις που έχω κάνει που θα μπορούσα να γράψω σελίδες ικανες για έκδοση δύο βιβλίων: ένα επιστημονικό για την φθίνουσα πορεία του ανθρώπινου είδους κι ένα αυτοβιογραφικό για το πως σε αλλάζει μία τέτοια εμπειρία. Αλλά, εστιάζοντας στο κοινωνικό της υπόθεσης έχω να πω μερικά πράγματα σε σένα πανίβλακα αναγνώστη.

Η αυξημένη νοημοσύνη μου μου επιτρέπει να σκέφτομαι τα δικά μου αλλά να παρατηρώ ταυτόχρονα τους ανθρώπους γύρω μου. Η κατάσταση εδώ είναι όπως στις γειτονιές των γιαγιάδων μας, όπου αντί του «Τί μαγείρεψε η Μαρίκα σήμερα το μεσημέρι;» επικρατούν ερωτήματα του τύπου «πώς έχει αυτό το πόστο ο Χ;», και «γιατί να έχει έξοδο αυτός;» και τέτοια. Αρχικά, όταν παρουσιάστηκα, είχα την ευλογία να γνωρίσω ντόμπρα άτομα, με τα οποία υπήρχε μία αλληλεγγύη και μία έκδηλη επιθυμία να γνωριστείς με τον άλλον. Εδώ που έχω καταλήξει υπάρχει ένα αγνό συναίσθημα επίδειξης και κουτσομπολιού, όπως αυτό που έχει η Σμαρούλα από το χωριό όταν δημιουργεί το δαντελένιο αριστούργημά της με κίνητρο να νικήσει την ζηλιάρα και κουτσομπόλα γειτόνισα Κρινιώ από απέναντι. Αλλά αυτό που παρατηρώ και με ενοχλεί περισσότερο είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος για τον διπλανό σου. Κοιμόμαστε σε απόσταση <1 μέτρου, τρώμε τα ίδια σκατά στη μάπα, και δεν ξέρεις τίποτα για μένα, και ξέρω τα πάντα για σένα. Μπορεί με αυτόν τον τρόπο να εκδηλώνω την ματαιόδοξη πλευρά μου. Θα περάσω ο σούπερσταρ από το στρατό και θα έχω αγγίξει μόνο μία ψυχή που λέει αυτός που είπε αυτήν την πρόταση. Έχω μάθει τόσα πράγματα για τους περισσότερους, αλλά κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μάθει εμένα, πέρα από 1-2 φωτεινά αντιπαραδείγματα. Δεν είναι ότι έχω ανάγκη να με μάθουν, ούτε ότι μου αρέσει η εικόνα του μυστηριώδους φαντάρου. Πολλά κιλά εγωπάθειας στο στρατόπεδο, κι έχω αρχίσει να αποξενώνομαι σιγά σιγά. Μαθαίνω πως όταν πίνουν αναφέρουν το όνομά μου, και το συνοδεύουν με κακές λέξεις. Αυτό το έχω ξαναζήσει, για την ακρίβεια τα σχολικά μου χρόνια τα βίωσα σε τέτοιες συνθήκες και να που τώρα η ιστορία επαναλαμβάνεται.

117 μέρες από τις οποίες κατ’ ελάχιστον οι 44 είναι άδεια. Περνάει ο καιρός και μαζί του περνάει και ο κόσμος. Μου λείπουν οι άνθρωποί μου πολύ, θα ήθελα πολύ να μπορώ να τους λέω καθημερινά τις σκέψεις που κάνω αλλά είναι τόσο μαύρες που αποφασίζω να μην πάρω καν τηλέφωνο. Ο κόσμος έξω συνεχίζει τη ζωή του, η Ε. παντρεύτηκε χτες, σε κάποιους μήνες θα γεννήσει. Η Μ. μόλις χώρισε και σε κάποιους μήνες θα είναι σε ένα νέο ξεκίνημα. Ο θόγια είναι ακόμα σε συναισθηματική νάρκη και δε μπορεί να νιώσει τίποτα από όλα αυτά. Νιώθει μόνο πως σε μερικούς μήνες θα συνεχίσει να μη νιώθει τίποτα.

Από την άλλη, είναι άνθρωποι εδώ που με κάνουν να γελάω (εν αγνοία τους). Από τον στρατιώτη που με ρώτησε αν έχω μηχάνημα φαξ για να του στείλει ο πατέρας του 150 ευρώ (!!!?!?!?!?! WTF) μέχρι την εποπίνα που κάνει 3 ώρες διαλογισμό τη μέρα αλλά τώρα τελευταία έχει φάει «μπλοκαρίσματα ρε γαμώτη». Αλλά τί να σου κάνει ακόμα και η προφανής βλακεία; Κάποια στιγμή τη βαριέσαι κι αυτήν.

Δε μπότομ λάιν που λένε και στην Κρήτη γλυκέ μου αναγνώστη, είναι ότι δεν εκφράζομαι. Η ζαργάνα έχει δει αλλαγές σε μένα, είμαι πιο αμίλητος, είμαι πιο σκεπτικός λέει, αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι στον έλεγχό μου. Αυτά που ξέρω πως νιώθω, σταμάτησα πια να τα εκφράζω, αλλά και όταν τα εκφράζω είναι μια ξύλινη έκφραση που μόνο θυμίζει τον παθιασμένο μου εαυτό. Την ώρα που νιώθω, οι λέξεις δεν φτάνουν από το μυαλό στο στόμα, οπότε καταλήγω να δίνω τις ανέλπιστα ερωτικές απαντήσεις του τύπου «κι εγώ», «κι εμένα», «ε ναι, αφού το ξέρεις». Πόσο ακόμα θα αντέξει η ζαργάνα λοιπόν; Εν τω μεταξύ, όλο αυτό το καταπιεσμένο συναίσθημα με έχει κάνει υπερβολικά ευσυγκίνητο, τόσο που κλαίω κρυφά με λυγμούς με ένα λάθος τηλεφώνημα μίας γριούλας που λέει χρόνια πολλά στον χρηστάκη της στον τηλεφωνητή μου, μέχρι το σκυλάκι που πέθανε έξω από το θάλαμο, μέχρι το σπάνιο «μου λείπεις» που είπα αλλά ο αποδέκτης δεν αντιλήφθηκε την ένταση και την αυθεντικότητά του.

Το μόνο που μου μένει είναι η κλισέ διαγραφή υπηρετίσιμων ημερών, και η Φουρέιρα. Θα επιβιώσω.