As time goes by

Δυόμιση μήνες στο στρατό και μερικές εξόδους μετά με βρίσκουν σε ένα ίντερνετ καφέ να προσπαθώ να περιγράψω όλες τις ανείπωτες σκέψεις που έχω κάνει τόσο καιρό. Η κωδική λέξη φυσικά είναι η «ανείπωτες». Τρομερό αν σκεφτείς πως περιτριγυρίζομαι μονίμως από κόσμο.

Αλλά δεν θα μιλήσω για το στρατό τόσο όσο για οτιδήποτε άλλο. Μάλλον για αυτά που μου έχουν λείψει. Σήμερα ξύπνησα και ήθελα να γυρίσω πλευρό και να δω τη ζαργάνα αλλά αντ’αυτού είδα τα μαύρα σίδερα του κρεββατιού και έναν νεκρό κοριό από χτες. Ήθελα λέει να ξυπνήσουμε, να μου φτιάξει καφέ (έτσι, γιατί ο φαλλοκρατισμός καλά κρατεί), να βάλω μουσική χριστουγεννιάτικη και να περάσω ένα πρωινό όλο έρωτα και χρυσόσκονη. Παρόλα αυτά, ξύπνησα και καθάρισα τουαλέτες και μετά καθάρισα κάτι γραφεία. Μετά το ερωτικό πρωινό φαντάστηκα πως πήρα τη ζαργάνα και πήγαμε σε ένα ταβερνάκι και πίναμε κρασάκι, έπαιζε Χαρούλα και την θάμπωνα με τις θεωρίες που έχω αναπτύξει περί άμυνας και φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα κάθισα σε ένα πέτρινο παγκάκι κάτω από κάτι πεύκα και συνέχισα το βιβλίο «Ο δήμιος του έρωτα» μέχρι να φτάσει η ώρα να φάω στα εστιατόρια. Ήθελα λέει εκεί στο ταβερνάκι να σκάσει κι ο κοντός, να κάνουμε χαβαλέ και να συνεχίσουμε τη φιλοσοφία εκείνη που κάνεις μόνο όταν έχεις πιει τα κρασάκια σου. Και να νυχτώσει και να είμαστε όλοι ακόμα στο ταβερνάκι. Αλλά η νύχτα με βρίσκει σε ένα ίντερνετ καφέ να μιλάω κι ούτε καν να πλησιάζω (χρονικά, χωρικά ή ουσιαστικά) στα σενάρια που ενστικτωδώς πλην αφελώς σχεδίασα. Και έτσι οι μέρες περνούν στην Μυτιλήνη.

Δεν έχω παράπονο από χαβαλέ, ευτυχώς είμαι σε ένα μέρος που η διάθεση για χαβαλέ είναι ακόμη ακμαία. Σε ένα μήνα θα γυρίσω στη μόνιμη μονάδα όπου κυβερνά η μιζέρια, εκείνη που σε παρασέρνει, η μεταδοτικιά. Εκεί να δω τι θα κάνω. Προς το παρόν χαίρομαι τις 30 μέρες αφθονίας μου. Και τις μετράω μία μία, μέχρι τα Χριστούγεννα, σαν τη διαφήμιση των Τζάμπο. 49 μέρες για τα χριστούγεννα και ακούω μονίμως την μπίλι να τραγουδάει τον καιρό που περνάει.